ἀποξέσματα

ἀποξέσματα
ἀπόξεσμα
scraping
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κνήσμα — κνῆσμα, τὸ (AM) [κνω] μσν. ερεθισμός τού δέρματος, φαγούρα αρχ. 1. δάγκωμα 2. στον πληθ. τὰ κνήσματα ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα 3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» χτένα …   Dictionary of Greek

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • σύμψημα — τὸ, Α [συμψάω] (κατά τον Ησύχ.) α) σκουπίδι β) «συρματίς στρατιὰ ἢ τὰ συμψήματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» γ) στον πληθ. τὰ συμψήματα αποξέσματα …   Dictionary of Greek

  • πριονίδι — το ιού, τα αποξέσματα από το πριόνισμα ξύλου ή μετάλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”